- μηρίων
- μηρίαthigh-bonesneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηκίδα — Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών … Dictionary of Greek
Άργη — Υπόσταση, όπως και η Ώπις, της θεάς Άρτεμης. Σύμφωνα με μεταγενέστερη μυθολογική παράδοση, η Ά. και η Ώπις ήταν υπερβόρειες παρθένες που ταξίδεψαν στη Δήλο και λατρεύτηκαν ως θεές. Μάλιστα οι γυναίκες της Δήλου τραγουδούσαν προς τιμήν τους τον… … Dictionary of Greek